αγριομερινός

αγριομερινός
-ή, -ό
1. (για πρόσωπα) αυτός που ζει σε άγρια μέρη, στο ύπαιθρο, μακριά από κατοικημένους τόπους
2. (για ζώα) αυτό που ζει μακριά από τους ανθρώπους, το άγριο
3. το ουδ. ως ουσ. το αγριομερινό
θήραμα, κυνήγι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άγριος- + μέρος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αγριομερινός — ή, ό αυτός που ζει σ άγρια μέρη, βουνίσιος: Άνθρωπος αγριομερινός δεν ήξερε τις συνήθειες των ανθρώπων της πόλης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”